κινίνη

κινίνη
η , κινίνο τό
1) хинин; 2) перен. настоящий хинин, страшная горечь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κινίνη" в других словарях:

  • κινίνη — κινίνη, η και κινίνο, το το χάπι από κινίνο: Το κινίνο είναι πικρό φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευκινίνη — η χημ. η αιθυλανθρακική κινίνη, υποκατάστατο τής κινίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κινίνη] …   Dictionary of Greek

  • υδροκινίνη — η, Ν χημ. αλκαλοειδές, παρόμοιο με την κινίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κινίνη*] …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… …   Dictionary of Greek

  • κιγχονίνη — η χημ. κύριο αλκαλοειδές που απαντά μαζί με την κινίνη στον φλοιό τής κιγχόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cinchonine < cinchon (πρβλ. κιγχόνη) + ine (< λατ. inus). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… …   Dictionary of Greek

  • κιγχόνη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ερυθροδανώδη, γνωστό και ως κίνα, με σαράντα περίπου είδη ιθαγενή τών Άνδεων τής Νότιας Αμερικής, από τον φλοιό τών οποίων εξάγονται μεταξύ άλλων τα αλκαλοειδή κινίνη, κιγχονίνη και… …   Dictionary of Greek

  • κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… …   Dictionary of Greek

  • κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… …   Dictionary of Greek

  • πλασμοκίνη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχος οργανική ένωση, παράγωγο τής κινολεΐνης, που χρησιμοποιήθηκε στη θεραπευτική κατά τής ελονοσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plasmoquine < πλάσμα + quinine «κινίνη»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»